αλκαλοειδή

αλκαλοειδή
τα
(μόνο στον πληθ. του ουδ.) (χημ.), πολύπλοκες οργανικές ενώσεις αζωτούχες, τοξικές για τον οργανισμό (στρυχνίνη, μορφίνη, ατροπίνη κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …   Dictionary of Greek

  • κολχικίνη — Ουσία φυτικής προέλευσης, που ανήκει στα αλκαλοειδή. Εξάγεται από διάφορα μέρη (σπόροι, βολβοί κ.ά.) του φυτού κολχικό το φθινοπωρινό, της οικογένειας των λειριιδών, από το οποίο απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1820. Η κ. έχει απομονωθεί και από… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • κώνειο — (Conium). Γένος διετών, δηλητηριωδών φυτών της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Ο πιο γνωστός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Conium maculatum, ιθαγενές της Ευρώπης. Πρόκειται για πόα με λείο και κοίλο βλαστό, ύψους έως 3 μ., με πράσινο χρώμα… …   Dictionary of Greek

  • πυριδίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) 1. οργανική ένωση τής ετεροκυκλικής σειράς που χαρακτηρίζεται από εξαμελή δακτύλιο με πέντε άτομα άνθρακα και ένα αζώτου, το οποίο έχει αντικαταστήσει μια ομάδα CH τού βενζολίου 2. φρ. «αλκαλοειδή πυριδίνης» (βιοχ.) αλκαλοειδή …   Dictionary of Greek

  • όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοσυσταλτικά — Φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν συστολή στις λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων με αποτέλεσμα να μικραίνει η διάμετρός τους. Η βασική κατηγορία α. είναι τα συμπαθομιμητικά φάρμακα, τα οποία κατατάσσονται στις εξής ομάδες: 1 …   Dictionary of Greek

  • αντινεοπλασματικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται εναντίον των νεοπλασιών. Παρεμβαίνουν και εμποδίζουν την αναπαραγωγή των νεοπλασματικών κυττάρων και τελικά τα καταστρέφουν. Ο μηχανισμός με τον οποίο αναπτύσσουν αυτή τους την ιδιότητα ποικίλλει καμιά φορά και στο… …   Dictionary of Greek

  • εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”